- πεζευτικος
- πεζευτικός3передвигающийся на ногах, т.е. наземный
(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῷα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεζευτικός — ή, όν, Α [πεζεύω] (για ζώα) αυτός που έχει τη δυνατότητα να περπατά … Dictionary of Greek
πεζευτικά — πεζευτικός able to walk neut nom/voc/acc pl πεζευτικά̱ , πεζευτικός able to walk fem nom/voc/acc dual πεζευτικά̱ , πεζευτικός able to walk fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)